τρίγλωσσος

τρίγλωσσος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τρεις γλωσσοειδείς προεξοχές
2. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες
3. ο γραμμένος σε τρεις γλώσσες («τρίγλωσσο λεξικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πεντά-γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Γ. Βεντότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρίγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις γλώσσες ή τρεις προεξοχές σαν γλώσσες: Τρίγλωσσος δράκοντας. 2. αυτός που είναι γραμμένος σε τρεις γλώσσες: Τρίγλωσση επιγραφή. 3. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες: Είναι τρίγλωσσος διερμηνέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”